- παιδαγωγικός
- η , ό[ν] педагогический
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παιδαγωγικός — suitable to a teacher masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικός — ή, ὁ (Α παιδαγωγικός, ή, όν) [παιδαγωγός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παιδαγωγό ή στην παιδαγωγία νεοελλ. φρ. «παιδαγωγική επιστήμη» ή, απλώς, «παιδαγωγική» η επιστήμη που ασχολείται με την αγωγή και τη μόρφωση τών παιδιών (1. το αρσ. ως… … Dictionary of Greek
παιδαγωγικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδαγωγική επιστήμη: Το έργο του καθηγητή είναι παιδαγωγικό. 2. το θηλ. ως ουσ., η παιδαγωγική επιστήμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παιδαγωγικά — παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc pl παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc/acc dual παιδαγωγικά̱ , παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικόν — παιδαγωγικός suitable to a teacher masc acc sg παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικώτατα — παιδαγωγικός suitable to a teacher adverbial superl παιδαγωγικός suitable to a teacher neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικαῖς — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικοῦ — παιδαγωγικός suitable to a teacher masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικῆς — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγικῇ — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παιδαγωγική — παιδαγωγικός suitable to a teacher fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)